- Γκορντόν
- Νησί της Νότιας Αμερικής, μεταξύ Ειρηνικού και Ατλαντικού, στο αρχιπέλαγος της Γης του Πυρός. Διοικητικά ανήκει στη Χιλή. Βλ. λ. Γη του Πυρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γκόρντον, Τόμας — (Thomas Gordon, ; – 1841).Σκοτσέζος στρατιωτικός. Υπήρξε από τους πρώτους φιλέλληνες που πήραν ενεργό μέρος στον Αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία. Ο Γ. με άλλους φιλέλληνες έφτασε με πλοίο από τη Μασσαλία στο ελληνικό στρατόπεδο των… … Dictionary of Greek
Γκόρντον, Τσαρλς Τζoρτζ — (Charles George Gordon, Γούλγουιτς 1833 – Χαρτούμ 1885). Άγγλος στρατιωτικός. Το 1860 πήρε μέρος στην αγγλική εκστρατεία στην Κίνα και στη συνέχεια προσέφερε τις υπηρεσίες του ως διοικητής στον στρατό του Κινέζου αυτοκράτορα. Το 1874 διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Μπένετ, Τζέιμς Γκόρντον, ο νεότερος — (James Gordon Bennett, Jr., Νέα Υόρκη 1841 – Μπολιέ σιρ Μερ, Γαλλική Κυανή Ακτή 1918). Αμερικανός δημοσιογράφος και εκδότης, γιος του Τζέιμς Γκόρντον Μπένετ (βλ. λ.). Συνέχισε το έργο που είχε αρχίσει ο πατέρας του και αύξησε σε μέγιστο βαθμό την … Dictionary of Greek
Κρέιγκ, Έντουαρντ Γκόρντον — (Edward Gordon Craig, Χερτφορντσάιρ 1872 – Βενς 1966). Άγγλος σκηνοθέτης, σκηνογράφος και θεωρητικός του θεάτρου. Γιος μιας ηθοποιού και ενός αρχιτέκτονα, έπαιζε στο θέατρο έως το 1887. Στη συνέχεια ασχολήθηκε κατά διαστήματα με τη σκηνοθεσία και … Dictionary of Greek
Μπάιρον, Τζορτζ Γκόρντον — Άγγλος ποιητής. Βλ. λ. Βύρων, λόρδος … Dictionary of Greek
Μπένετ, Τζέιμς Γκόρντον — (James Gordon Bennett, Κέιθ, Σκοτία 1795 – Νέα Υόρκη 1872). Αμερικανός δημοσιογράφος και εκδότης, σκοτσέζικης καταγωγής. Νεότατος και πάμπτωχος, αποβιβάστηκε στη Νέα Υόρκη το 1819, αναζητώντας εργασία και τύχη και εργάστηκε διαδοχικά ως κλητήρας… … Dictionary of Greek
Μπούνσαφτ, Γκόρντον — (Gordon Bunshaft, Μπάφαλο 1909 – 1990). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Αποφοίτησε από την σχολή Λαφαγιέτ και έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στην αρχιτεκτονική από το Πανεπιστήμιο Μ.Ι.Τ. Πρωτοποριακός αρχιτέκτονας, ο οποίος επηρέασε σημαντικά την αμερικανική… … Dictionary of Greek
Όλπορτ, Γκόρντον Γουίλαρντ — (Gordon W. Allport, Μοντεζούμα, ΗΠΑ 1897 – Χάρβαρντ, ΗΠΑ 1967). Αμερικανός ψυχολόγος και καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Στις μελέτες του για τις «εκφράσεις» του ατόμου, υπογράμμισε τη στενή αλληλουχία που υπάρχει μεταξύ των διαφόρων… … Dictionary of Greek
Όρκαρτ, Tσαρλς Γκόρντον — (Urquαrt). Βρετανός φιλέλληνας. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες της Ελληνικής Επανάστασης και διακρίθηκε κυρίως στη μάχη του Φαλήρου, κατά την οποία ηγήθηκε μικρού σώματος αντρών. Πέθανε κατά την κατάρρευση της κατοικίας του στη Γραμβούσα, της οποίας… … Dictionary of Greek
Τσάιλντ, Βιρ Γκόρντον — (Childe, Σίδνεϊ 1892 – 1957). Αυστραλός μελετητής της προϊστορικής αρχαιολογίας. Έδωσε νέα κατεύθυνση στις μεθόδους μελέτης της πρωτόγονης αρχαιότητας, τονίζοντας την ανάγκη μιας ιστορικής ερμηνείας που αποκαλύπτει το βάρος των οικονομικο… … Dictionary of Greek